- αγνισμός
- Συμβολικός καθαρισμός της ψυχής. Στην αρχαιότητα, όποιος ήθελε να κάνει θυσία ή να μπει σε ναό για προσευχή, έπρεπε προηγουμένως να καθαρίσει το σώμα του. Ο καθαρισμός γινόταν με ειδικά δοχεία που υπήρχαν στην είσοδο των ναών. Αυτός που έμπαινε στον ναό έπρεπε να καθαριστεί με ραντισμό, χρησιμοποιώντας το νερό των δοχείων. Για τον σκοπό αυτό, μεταχειρίζονταν κλαδιά ελιάς ή δάφνης. Επίσης, έπρεπε να καθαριστεί και όποιος άγγιζε νεκρό ή λεχώνα. Α. γινόταν και στην περίπτωση εγκλημάτων, ιδιαίτερα φόνου, έστω και αθέλητου. Τότε, πολλές φορές εξαγνίζονταν ολόκληρες πόλεις, προκειμένου να αποφύγουν την οργή των θεών. Ο α. των πόλεων ατόνησε με την πάροδο του χρόνου.
* * *ἁγνισμός, ο (Α) [ἁγνίζω]εξαγνισμός, καθαρμός, εξιλέωση.
Dictionary of Greek. 2013.